A.with purple girdle, Hsch., dub. in Call. in Stud.Ital.7(1929).9.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ιι
-
ἰαμβο-ποιός
ἴαμβος
-
ἰατρ-α^λείπτης
ἰατρ-εία
-
ἰβίσκος
ἰβιών
-
ἰδι^ο-θα^νέω
ἰδι^ο-θηρευτικός
-
ἰδι^ό-τυ^πος
ἰδι^ο-φεγγής
-
ἱδρ-ωτίδες
ἱδρ-ωτικός
-
ἱερα_τ-ικός
ἱεραύλης
-
ἱερο-θύσιον
ἱερο-θυ^τεῖον
-
ἱερός
ἱερο-σαλπικτής
-
ἱερ-ωσύνη
ἱερ-ωσύνιον
-
ἰθυ-κέλευθος
ἰθυ-κρήδεμνος
-
ϝίκατι
ϝι_κατιϝέτης
-
ἰκρι-όω
ἰκρί-ωμα
-
ἴλ-αρχος
ἱλα^ρ-ῳδός
-
ἰλλ-ωπέω
ἰλλ-ώπτω
-
ἱμα^τ-ι_δάριον
ἱμα^τ-ίδιον
-
ἰναία
ἰναλίνω
-
ἰξ-ευτής
ἰξ-ευτικός
-
ἰομι^γής
ἰόμωροι
-
ἰπνο-κήιον:
ἰπνο-λέβης
-
ἱππ-αφίδες
ἱππ-εία
-
ἱππό-δα^μος
ἱππο-δάσεια
-
ἱππο-λοφία
ἱππό-λοφος
-
ἱππο-τόκος
ἱππο-τοξεία
-
ἰριοειδής
Ἶρις
-
ἰσγίνη
Ἰσεῖα
-
ἴσμα
ἰσμή
-
ἰσο-κα^πι^τώλιος
ἰσο-κατάληκτος
-
ἰσομοιρ-ικός
ἰσόμοιρ-ος
-
ἰσορρόπ-ησις
ἰσορροπ-ία
-
ἰσ-ουράνιος
ἰσ-ουργός
-
ἱστιο-δρομέω
ἱστιό-κωπος
-
ἴσχαιμος
ἰσχαίνω
-
ἰσχυ_ρο-γνωμοσύνη
ἰσχυ_ρο-γνώμων
-
ἰτ-ήριος
ἴτ-ης
-
ἰχθυ-άω
ἰχθυ^βολ-εύς
-
ἰχθυ^όφα^γ-ος
ἰχθυ^οφορ-έω
-
ἴψος
ἴψος
-
ἴωψ
entry:
ἱππ-εία
ἵππ-ειος
ἱππ-ελάτειρα
ἱππ-ελάτης
ἱππ-έλα^φος
ἱππ-εραστής
ἵππ-ερος
ἵππ-ευμα
ἱππ-εύς
ἵππ-ευσις
ἱππ-ευτήρ
ἱππ-ευτής
ἱππ-εύω
ἱππ-ηγέτης
ἱππ-ηγός
ἱππ-ηδόν
ἱππ-ηλα^σία
ἱππηλα^τ-έω
ἱππηλα?́τ-ης
ἱππήλα^τ-ος
ἱππημολγ-ἱα
ἱππημολγ-οί
Ἱππιάζω
ἱππιάναξ
ἱππίας
ἱππιατρ-ός
ἱππίδιον
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιο-χαίτης
ἱππιο-χάρμης
ἱππ-ίσκος
ἱππ-ιστί
ἱππ-ίτας:
ἱππ-ιών
ἱππο-βάμων
ἱππο-βάτης
Ἱππόβι_νος
ἱππο-βόσιον
ἱππο-βοσκός
ἱππο-βότης
ἱππό-βοτος
ἱππο-βουκόλος
ἱππό-βροτοι
ἱππο-γέρα^νοι
ἱππο-γνώμων
ἱππό-γυ_ποι
ἱππο-δα^μαστής
ἱππο-δάμνοις:
ἱππό-δα^μος