A.one who glues or fastens, PTeb.316.70 (i A.D.), Sammelb.805 (iii A.D.), Gloss.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
γ
-
γαιή-ϊος
γαιή-οχος
-
γα^λακτο-πώλης
γα^λακτό-ρυ^τος
-
γα^λην-ίζω
γα^λήν-ιος
-
γα^μέω
γα^μήγυ^ρις
-
γανυτελεῖν:
γα^ν-ώδης
-
γαστρίαν:
γαστρίδιον
-
γέα
γεγάκειν
-
γειτον-εία
γειτον-εύω
-
γέλουτρον:
γελοωμι^λία
-
γενει-άσκω
γενει-αστήρ
-
γενν-ημα^τικός
γενν-ησιουργός
-
γερα^νο-πόδιον
γέρα^νος
-
γερουσι-άρχης
γερούσι-ας
-
γεω-δαιτέομαι
γεώδης
-
γηθα^λέος
γῆθεν
-
γηροτρόφ-ιον
γηρότροφ-ος
-
γιγγρ-ασμός
γιγγρί
-
γλαυκόμματος
γλαυκός
-
γλίνη
γλῖνος
-
γλυ^κ-ισμός
γλύκκα
-
Γλυ^κώνειος
γλύμμα
-
γλωττ-ικός
γλωττ-ίς
-
γνωμ-ικός
γνωμο-δοτέω
-
γογγρώδης
γογγρώνη
-
γομφ-άριον
γομφι-άζω
-
γονο-ρρυ^ής
γόνον:
-
γουβενάριον
γουβικός
-
γραμμα?́τ-ιον
γραμμα^τ-ισμός:
-
γράσων
γρασωνία
-
γρι_φο-πλόκος
γρῖφ-ος
-
γρυ_π-νόν:
γρυ_π-όομαι
-
γυλλός
γυμν-άδδομαι
-
γυμν-ωτέος
γυ^ναικ-άδελφος
-
γυ^ναικο-φίλης
γυ^ναικο-φόνος
-
γύρ-ωσις
γυρ-ωτέον
-
γώψ:
entry:
γῆθεν
γηθέω
γηθία:
γῆθος
γηθο-σύνη
γηθό-συνος
γηθυλλίς
γήθυον
γή-ινος
γη-ΐτης
γη-λεχής
γηλιᾶσθαι:
γήλοφος
γῆμα:
γη-μόριον
γη-μόρος
γήνεια:
γη-οῦχος
γη-οχέω
γη-πάτταλος
γή-πεδον
γη-πετής
γη-πονέω
γή-ποτος
γηράεις
γηρ-αιός
γηρ-α^λέος
γήρ-α_μα
γηρ-άμων:
γηρ-άναι
γηρ-άνιον:
γήρ-ανσις
γηρ-α^ός
γηράς
γῆρας
γηράσιμος
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκ-έω
γηροβοσκ-ία
γηροβοσκ-ός
γηροκομ-εῖον
γηροκομ-έω
γηροκομ-ία
γηροκομ-ικός
γηρόκομ-ος
γῆρος
γηροτροφ-έω
γηροτροφ-ία
γηροτρόφ-ιον