A.care bestowed on dress or adornment, Suid.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
entry:
ὠρητύς
ὡρηφόρος
ὡριαίνω
ὡριαῖος
ὡριάς
ὠρίγγη:
ὠρίζεσκον
ὠρίζω
ὡρι^κός
ὡρι^μ-άξω
ὡρι^μ-αία
ὥρι^μ-ος
ὡρι^μ-ότης
ὠρινθιᾶν:
ὡριόκαρπος
ὤριον
ὥριος
ὤριος
ὤριος
ὤρισμα
ὡρισμένως
ὤριστος
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρμέα^ται
ὤρνυεν
ὡρο-γενής
ὡρο-γνωμονέω
ὡρο-γρα^φίαι
ὡρο-γράφος
ὡρό-δεσμος
ὡρο-δρομέω
ὡρο-δρόμημα
ὡρο-θετέω
ὡρο-κράτωρ
ὡρολογ-έω
ὡρολογ-ητής
ὡρολογ-ιά[ρχης]
ὡρολογ-ικός
ὡρολόγ-ιον
ὡρόλογ-ος
ὡρό-μαντις
ὡρο-μέδων
ὡρονομ-εῖον
ὡρονομ-εύς
ὡρονομ-εύω
ὡρονομ-έω
ὡρονομ-ικός
ὡρονόμ-ιον
ὡρόνομ-ος