A.= κρεμάννυμι, hang, “ἄγκυραν ποτὶ . . ναῒ κρημνάντων” Pi.P.4.25, cf.Arist.Mir. 831a8 (v.l.); κρήμνη (imper.) “σεαυτὴν ἐκ . . ἀντηρίδος” E.Fr.1111 ( = Eup.455); crucify, τούσδε ἐκρήμνη (impf.) App.Mith.97:—Pass., κρήμναμαι hang, be suspended, E.El.1217 (lyr., κριμν-), App.BC1.71; float in air, “ὕπερθ᾽ ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν” A.Th.229 (lyr.).
κρήμν-ημι ,