A.scrape away, ἀπόκριναι . . , εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες whether you did not scrape away, make away with . . , Ar. V.965; -κνήσας (-κνίσας codd.) [τοῦ κηροῦ] “τὸ λευκόν” Dsc.2.83:— Pass., “κατακνησθείην” Ar.Eq.771; κηρὸς -κεκνησμένος wax scrapings, Asclep. ap. Gal.13.1022.
2. v. κατακνίζω 11.3.