A.= κατὰ τὸν λόφον, on the neck, βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων (sc. τὸν ἔλαφον) Od.10.169: by metrical lengthening for καταλοφάδια (cf. κατωμάδιος), v. Eust. ad loc.--Perh. to be read divisim, cf. λοφάδεια.
This text is part of:
View text chunked by:
καταλοφάδεια [α^δ], Adv., (λόφος)