A.force back, esp. of dislocated or fractured limbs, force them into their place, Hp.Fract.8, al.
II. overpower by force, constrain, “δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος” E.Ba.643; κ. τὸ σῶμα torture, Luc.Nec.4.
2. coerce, “τινὰ ἐς ξυμμαχίαν” Th.4.77; “τινά τι” Luc.Laps. 8; “τινὰ ποιεῖν τι” Is.7.38, cf. PGen.49.24 (iv A.D.):—Pass., “ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος” Thphr.CP1.16.11; “κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται” Gal.6.150; κατηναγκασμένος necessary, inevitable, “ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι” Plb.3.4.3, cf. A.D.Synt.43.1, al.; “αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου” Ph.Fr.101 H.