A.“καταρειπτούμενα” IG12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. κατηρειμμένος ib.326.20), throw down, overthrow, “εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν” A.Ag.884; “τὰ βασίλεια” Plu.Luc.34, cf. Luc.Salt.9; κ. τοὺς πολεμίους, opp. ἐπαίρω, Id.Hist.Conscr.7.
καταρρίπτ-ω (later καταρριπτ-ριπτέω Man.4.288:—Pass.,