A.wear out, exhaust, “δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ λαούς” Il.17.225; “ἵνα μή σε κ. καὶ ἑταίρους” Od.15.309, cf. 16.84; τίς τυ κατατρύχει; Theoc.1.78, cf. AP7.630 (Antiphil.), Luc.Herm.77, Dips.4, PLond.5.1677.50 (vi A.D.):—Pass., “μελέτῃ κατατρυχόμενοι” E.Med.1100 (anap.).
κατατρύχω [υ_],