A.“κατευθύνεσκον” IGRom.4.507b (Pergam.):—make or keep straight, “τὴν πτῆσιν” Arist.IA710a2; “ναῦν τῷ πηδαλίῳ” D.Chr.13.18; βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ IGRom. l.c.:—Pass., “αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι” Pl.Ti.44b.
2. guide, direct, “τὰς φύσεις” Id.Lg. 809a; τινὰ εἰς τὸν αὑτοῦ δρόμον ib.847a; [“τὸν ἐλέφαντα] τῷ δρεπάνῳ” Arist.HA610a28; [ναῦν] Id.Fr.11; κ. τὰς πράξεις ὁ θεός Aristeas 18; “τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος” Plu.Cam.42; “πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους” Id.2.20d; τὴν ψυχήν ib.780b; “τὸν λόγον πρός τι” Gal.17(2).362.
II. intr., make straight towards, “κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσάμυς” LXX 1 Ki.6.12; “κ. τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους” Plu.Alex.33.
2. prosper, LXX Si.29.18: c. gen., succeed in doing . . , οὐ κατεύθυνε τοῦ λαλῆσαι οὕτως ib.Jd.12.6.
3. οἱ -ευθύνοντες the righteous, ib.Pr.15.8.