A.hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321; “τὰς νέας” Hdt.2.115; “θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν” h.Hom. 8.14:—Med., keep by one, “γυναῖκα νέην . . , ἥν τ᾽ αὐτὸς . . κατίσχεαι” Il. 2.233.
II. possess, occupy, “οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται” Od.9.122, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA626b18.
III. = κατέχω A. IV, “ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι” Od.11.456, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57.
2. of ships, put in, Th.7.33.