A.“ἐκέδασσα” Hom. (v. infr.), Opp.H.1.412, 3pl. “κέδασαν” Hsch., Pass. “ἐκεδάσθην” Hom. (v. infr.), “κεδάσθη” Orph.A.557; plpf. Pass. “κεκέδαστο” A.R.2.1112:—break up, scatter, “ἐκέδασσε φάλαγγας” Il.17.285; “θεὸς δ᾽ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς” Od.14.242; so [“ποταμὸς] ἐκέδασσε γεφύρας” Il.5.88; “νεφέλας ἐκέδασσαν ἄελλαι” A.R.3.1360:—Pass., κεδασθείσης ὑσμίνης when the battle was broken up, i.e. when the combatants were no longer in masses, Il.15.328, 16.306; “ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ᾽ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατόν” 15.657; [δούρατα] ῥαισθείσης (sc. νηός)“ κεκέδαστο” A.R.2.1112; κῶμα κεδάσθη was shed, Orph. l.c.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
ν
-
Να_κόρειον
νάκος
-
ναρδολι^πής
νάρδον
-
ναυα_γ-έω
ναυα_γ-ησμός
-
ναυλ-όω
ναυλ-ώσιμος
-
ναυσι-φόρητος
ναυσί-ωσις
-
Νέαιρα
νε-αίρετος
-
νεάτη
νέα^τος
-
νεικ-είω
νεικ-έσσιος:
-
νεκρο-βαστάξ
νεκρο-βόρος
-
νεκτάρεος
νεκτάρθη:
-
νεμ-ητέον
νεμ-ητής
-
νεό-δαρτος
νεο-δίδακτος
-
νεό-καυστος
νεο-κέντητος
-
νεο-πλουτοπόνηρος
νεό-πλουτος
-
νεοσσο-κόμος
νεοσσο-ποιέω
-
νεο-ΰφαντος
νεο-φάντης
-
νευρ-ή
νευρ-ικός
-
νεφελη-γερέτα^
νεφελη-γερής
-
νεω-ποιέω
νεω-ποίης
-
νηθίς
νήθουσα
-
νηο-πόλος
νηο-πορέω
-
νήριθμος
νήριον
-
νηστός
νησύδριον
-
νι_κ-αξῶ
νικάριον
-
νιτρο-πηγικός
νιτρο-ποιός
-
νόθ-ος
νοθ-όω
-
νομο-δείκτης
νομο-δι^δάκτης
-
νόσ-ανσις
νοσ-ερός
-
νοσφ-ιστής
νοσ-ώδης
-
νουσοφόρος
νοχελές
-
νυκτ-ήγρετον
νυκτ-ῆμαρ
-
νυκτο-δρόμα
νυκτο-δρομία
-
νύμφ-η
νυμφ-ηγέτης
-
νύχα^
νυ^χ-αῖος
-
νωλεμές
νῶμα
-
νώψ
entry:
νευρ-ικός
νεύρ-ι^νος
νευρ-ίον
νευρ-ίτης
νευρο-βάτης
νευρο-ειδής
νευρό-θλαστος
νευρό-καυλος
νευρο-κοίλιος
νευρο-κοπέω
νευρο-λάλος
νευρο-μῆτραι
νεῦρον
νευρό-νοσος
νευρό-πα^χυς
νευρο-πλεκής
νευρο-ποιητικός
νευρο-ρα^φέω
νευρο-ρα^φία
νευρο-ρα^φικός
νευρο-ρράφος
νευρο-σπα^δής
νευρό-σπασμα
νευροσπαστ-έω
νευροσπάστ-ης
νευροσπαστ-ία
νευροσπαστ-ικός
νευρόσπαστ-ος
νευρο-στάται
νευρο-στρόφος
νευρο-τενής
νευρο-τομέω
νευρο-τόμος
νευρό-τονον
νευρό-τρωτος
νευρο-χα^ρής
νευρο-χονδρώδης
νευρ-όω
νευρ-ώδης
νεῦσις
νεῦσις
νευστ-άζω
νευστ-έον
νευστ-ήρ
νευστ-ικός
νευστ-ικός
νευστ-ός
νεύω
νεφέλη
νεφελη-γερέτα^
This text is part of:
View text chunked by:
κεδάννυ_μι , poet. for σκεδάννυμι, late in pres., AP5.275 (Agath.); Ep. aor. Act.