A.“βόες . . ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι” Il.23.30: expld. by most Gramm. of the death-rattle in the throat (as though cogn. with ῥοχθέω) (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος . . , ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Sch.Tad loc., cf. Eust.1285.60 sq., Apollon. Lex., Hsch., etc.); but also as cogn. with ὀρέγομαι, ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο Eust.l.c. (cf. Sch. T, Zonar., etc.), i.e. they were stretching themselves, struggling, in the throes of death.—In later Poets it seems freq. to mean swell up, esp. of the heart when stirred by emotion, like ὀρίνομαι, τῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Ar.Nu. 1368 ; νεάτη δ᾽ ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ the bladder swells, Nic.Al.340 ; σφακέλῳ δέ οἱ ἔνδον ὀρεχθεῖ μαινομένη κραδίη, of a dying whale, Opp. H.2.583 ; “τῇ δὲ . . δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ, οὐδ᾽ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ” A.R.1.275 ; “καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι” Id.2.49: in Aristias 6, μύκαισι (μυκαῖσι Schneidewin) δ᾽ ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, it must have the sense of ῥοχθέω if μυκαῖσι is accepted ; θάλασσαν ἔα ποτὶ χερσὸν ὀρεχθεῖν let the sea roar landwards, Theoc.11.43 (cf. “βοάω” 1.2, ἐρεύγομαι (B)).
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ο ο,
-
ὀβρι^μο-πάτρη
ὀβρι^μο-πάτρα
-
ὀγκ-όω
ὀγκ-ύλλομαι
-
ὅδ-ισμα
ὁδ-ιστής
-
ὀδοντο-φυ^ής
ὀδοντο-φύησις
-
ὄες:
ὄζαιν-α
-
ὁΐ
οἴ
-
οἴη
οἴη
-
οἰκ-ητήρ
οἰκ-ητήριον
-
οἰκοδομ-ικός
οἰκοδομ-ιστήριος
-
οἰκούρ-ιος
οἰκουροκαθέδριος
-
οἴμ-ημα:
οἰμ-ητεύει:
-
οἰν-ίσκος
οἰν-ιστήρια
-
οἰνο-πληθής
οἰνο-πλήξ
-
οἰνοχο-ΐα
οἰνοχο-ΐδιον
-
οἰοταζομένης:
οἰό-φρων
-
οἰστρο-πλάνεια
οἰστρο-πλήξ
-
οἰωνό-μικτος
οἰωνο-πολέω
-
ὀκρυ^όεις
ὀκτά-βλωμος
-
ὀκτ-άρουρος
ὀκτά-ρριζος
-
ὀκτώ-φορος
ὀκχέω
-
ὀλεῖ
Ὀλεῖαι
-
ὀλι^γαρχ-ία
ὀλι^γαρχ-ικός
-
ὀλι^γο-κάλα^μος
ὀλι^γο-καρπέω
-
ὀλι^γο-σώμα^τος
ὀλι^γο-τεκνία
-
ὀλι^γωφελής
ὀλιζότερος
-
ὁλμο-ποιός
ὅλμος
-
ὁλό-λι^θος
ὁλό-λι_τος
-
ὁλο-σίδηρος
ὁλό-σκι^ος
-
ὁλό-χλωρος
ὁλο-χρόνιος
-
ὅμα^δ-ος
ὀμάζω
-
ὄμβρ-ιος
ὀμβρο-βλυ^τέω
-
ὁμήρης
ὁμήρησις
-
ὄμνυ_μι
ὁμο-αιχμία:
-
ὁμό-δουπος
ὁμοδρομ-έω
-
ὁμοιο-γενής
ὁμοιο-γονία
-
ὁμοιοσχημ-ονέω
ὁμοιόσχημ-ος
-
ὁμο-κοιτία
ὁμό-κοιτος
-
ὁμό-παις
ὁμο-πάτηρ
-
ὁμό-σπλαγχνος
ὁμο-σπονδέω
-
ὁμο-τύραννος
ὁμοῦ
-
ὀμπν-ιακός
ὄμπν-ιος
-
ὅμως
ὁμωχέτα_ς
-
ὀνειρό-γονος
ὀνειρο-δότης
-
ὀνησι^φόρος
ὀνητός
-
ὀνομα-κλήδην
ὀνομα-κλήτωρ
-
ὀνο-χειλές
ὀνό-χηλον
-
ὀξυ?́-βα^ρις
ὀξυ^-βάφιον
-
ὀξυ-θρήνητος
ὄξυ-θριξ
-
ὀξυ?́-μολπος
ὀξυ^-μυρσίνη
-
ὄξυσμα
ὀξύ-στερνος
-
ὀπεύει:
ὀπή
-
ὀπισθο-κάρπιος
ὀπισθο-κέλευθος
-
ὁπλέω
ὁπλή
-
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
-
ὁποτέρ-ωσε
ὅπου
-
ὅπυι
ὀπυιητής
-
ὁρ-α_τίζω
ὁρ-α_τικός
-
ὄργ-ιον
ὀργιοφάντης
-
ὀρει-πολέω
ὀρει-πτελέα
-
Ὀρέστ-εια
Ὀρέστ-ειος
-
ὀρθο-γρα^φέω
ὀρθο-γρα^φία
-
ὀρθο-περιπα^τητικός
ὀρθο-πλήξ
-
ὀρθό-ϋφος
ὀρθό-φρων
-
ὀρικάνην:
ὀρι^κός
-
ὀρκύαλος
ὀρκ-υ_νεῖον
-
ὁρμ-ίστρια
ὁρμοδοτήρ
-
ὀρνι_θο-θηρευτής
ὀρνι_θο-θηρέω
-
ὀροβοειδής
ὄροβος
-
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
-
ὀρτα^λ-ι^χεύς
ὀρτα?́λ-ι^χος
-
ὄρυς
ὀρύσσω
-
ὄρχ-ησις
ὀρχ-ησμός
-
Ὄσι_ρις
ὄσι_ρις
-
ὀσταθείς:
ὀστα^κός
-
ὀστρα^κ-ίνδα
ὀστρα?́κ-ι^νος
-
ὄσχη
ὄσχιον
-
οὐ
οὗ
-
οὐδετέρ-ωσε
οὐδέτις
-
οὐλίριος
οὐλοβάται:
-
οὐ μέν,
οὐ μὲν οὖν
-
οὐρα^νο-βάμων
οὐρα^νο-βα^τέω
-
οὐρεύς
οὐρεύω
-
οὐσι-άζω
οὐσι-α^κός
-
ὀφελής
ὀφέλλιμος
-
ὀφιῆτις
ὀφι^ο-βόρος
-
ὀφρυ^-ώδης
ὀφρυ?́-ωσις
-
ὀχλα^γωγ-έω
ὀχλα^γωγ-ία
-
ὄψ
ὄψ
-
ὀψίον
ὀψιοπαίκτης
-
ὀψῶνα:
ὀψων-άτωρ
-
ὀψωνιοπώλης
entry:
ὀρχ-ησμός
ὀρχ-ηστήρ
ὀρχ-ηστής
ὀρχ-ηστικός
ὀρχηστο-δι^δάσκα^λος
ὀρχηστο-μα^νέω
ὀρχηστο-πα^λάριος
ὀρχηστο-πάλη
ὀρχήστ-ρα
ὀρχήστ-ρια
ὀρχηστ-ρικός
ὀρχήστ-ριον
ὀρχηστ-ρίς
ὀρχηστ-ύς
ὀρχίδιον
ὀρχίλος
ὀρχι^πέδ-η
ὀρχι^πεδ-ίζω
ὀρχι?́πεδ-ον
ὄρχις
ὀρχμαί:
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὀρχο-τομέω
ὀρχο-τομία
ὄρω
ὅρῳ
ὀρώδης
ὄρωρα
ὀρωρέχαται
ὀρώρυχα
ὅς
ὅς
ὅσα
ὁσάγωνος
ὁσάκις
ὁσα^-πλάσιος
ὁσα^-πλα^σίων
ὁσα^χῇ
ὅσγε
ὅσδε
ὁσημέραι
ὀσθάλη
ὁσί-α
ὁσι-εύω
ὅσι-ος
ὁσι-ότης
ὁσι-ουργῆσαι:
ὁσι-όω
Ὄσι_ρις
This text is part of:
View text chunked by:
ὀρεχθέω , Ep.Verb, once in Hom.,