A.“ποτεῦ” Call.Fr.1.50P.) (v. infr.), also Alc.43; Aeol. 2sg. “πότῃ” Sapph.41 (dub.); Dor. 3sg. “ποτῆται” Alcm.26.3; Aeol. part. “ποτήμενος” Theoc. 29.30: fut. “ποτήσομαι” Mosch.2.145 (s.v.l.): aor. ἐποτήθην, Dor. -άθην [α_] S.Fr.476 (ἀμ-, lyr.): pf. πεπότημαι, Dor. -α_μαι in lyr. passages of Trag., A.Pers.668, Eu.378, E.Hipp.564:—fly hither and thither, “ὀρνίθων ἔθνεα . . ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται” Il.2.462; “νυκτερίδες . . τρίζουσαι ποτέονται” Od.24.7; “κεραυνοὶ . . ποτέοντο” Hes.Th.691; “ποτώμεναι ἄλλοτε ἄλλῃ” h.Merc.558; in Trag. also simply = πέτομαι, fly, A. Ag.576, etc.; “τὰ ποτήμενα συλλαβῆν” Theoc. l. c.; of sounds, [“βοὰ] π.” A.Th.84 (lyr.); “ἐκ στομάτων π. εὐχά” Id.Supp.657 (lyr.): pf. (with pres. sense), to be upon the wing, “ψυχὴ δ᾽ . . ἀποπταμένη πεπότηται” Od. 11.222; [“μέλισσαι] αἱ μέν τ᾽ ἔνθα . . πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα” Il.2.90; “Ἔρις πεπότητο” Hes.Sc.148.
ποτάομαι , poet. Frequentat. of πέτομαι, Ep. also ποτέομαι (imper.