II. Pass., with aor. 2, pf. and plpf. Act., undergo a change, Epich.170.16 ; παρεξέστη τῇ διανοίᾳ went mad, Plb.32.3.6, cf. Fr.192 : abs., “προφήτης ὁ παρεξεστηκώς” LXX Ho.9.7 ; κυλίκιον παρεξεστηκός wine that has turned, sour wine, Lyc. Fr.2.3.
παρεξ-ίστημι ,