A.to be disabled, “εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός” Hdt.8.21: elsewh. only in Hsch., παλήσειε: διαφθαρείη. ἐπάλησεν: ἐφθάρη. πεπαληκέναι: ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι: βεβλαμμέναι: also in shortd. forms, πεπαλμένος: βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.
πα^λέω ,