A.“-ελῶ” Ar.Eq.290, etc. :—drive round, τὰς κύλικας π. push the cups round, X.Smp.2.27, Poll.6.30 ; drive, round up cattle, etc. as booty, “λείαν πολλήν” Parth.20.1, App.Hann.12 ; [πρόβατα] Palaeph.18; “βοῦς” Porph.Abst.2.30 :—also in Med., Plb.4.29.6, etc.
2. drive about, harass, “οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις” Ar. Eq.887; περιελῶ σ᾽ ἀλαζονείαις (Elmsl. for -είας) ib.290 :—Pass., “περιελαυνόμενος τῇ στάσι” Hdt.1.60 ; “μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων” D.42.32.
3. draw or build round, “περὶ δ᾽ ἕπκος ἔλασσε” Il.18.564 ; “περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν” Od.7.113 ; “ἐληλαμέναι πέρι πύργον” A.Pers.872(lyr.); “π. αὔλακα βαθεῖαν” Plu.Rom.11.
II. seemingly intr. (sc. ἅρμα, ἵππον, etc.), drive or ride round, Hdt.1.106, Th.7.44, X.Cyr.1.4.24, Eq.Mag.3.2 ; “εἰς τὸ ὄπισθεν” Id.Cyr.7.1.36 : c. acc. loci, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ as much ground as . . , Hdt.4.7, cf. X.Cyr.4.2.32.