A.thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι ς. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι ς. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι ς. AP7.141 (Antiphil.); ς. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ ς. Luc. Anach.18: metaph., “ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα” E.Or. [957].
2. close-covering, “ἐπικάλυμμα” Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); “ὄστρακον” Id.PA679b29; “ὕλη” Plu.Demetr.49.