A.meditation, συννοίῃ (Ion.) ἐχόμενος wrapped in thought, Hdt.1.88; “ἐμοὶ . . ἡ ξ. βουλεύει πάλαι” S.Ant.279; “εἰς ς. αὐτὸς αὑτῷ ἀφικέσθαι” Pl.R.571d, cf. Lg.790b; ἐπὶ συννοίᾳ or “-ας βαδίζειν” Luc.Pisc.13, Sat.11; “ἐπὶ συννοίας γενέσθαι” Alciphr.3.67; μετὰ συννοίας [ποιεῖν τι] Arist.Pr.917b39.
σύννοια , ἡ, (σύννοος)