A.sponge, Ar. ll.cc., Arist.HA616a24, Aret.SD1.10; “σπογγιᾶς μαλακώτερον τὸ πρόσωπον” Com.Adesp.125; σπογγιᾶς ἔπαινος, said of a toper, Aeschin.2.112. (οἱ Ἀττικοὶ τὴν σπογγίαν σπογγιάν (καλοῦσι) Greg.Cor.p.148 S., cf. Suid.)
σπογγ-ιά (also σφογγιά , Ar.Ra.482,487), Ion. σπογγιή , ἡ,= σπόγγος,