A.carry down with other things, Id.2.994d: —Pass., to be carried down together, Arist.Pr.931b21, Mete.357a17, LXX Is.30.30, Hld.8.16; ς. τῷ βάρει τῆς πληγῆς sink down with . . , D.S.16.12; of arteries, etc., take the same course as, c. dat., Gal.2.376, 18(1).653; ς. δόξῃ περί τινος to be carried away by an opinion, Plb.10.5.9, cf. 33.18.11.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
γ
-
γαιή-ϊος
γαιή-οχος
-
γα^λακτο-πώλης
γα^λακτό-ρυ^τος
-
γα^λην-ίζω
γα^λήν-ιος
-
γα^μέω
γα^μήγυ^ρις
-
γανυτελεῖν:
γα^ν-ώδης
-
γαστρίαν:
γαστρίδιον
-
γέα
γεγάκειν
-
γειτον-εία
γειτον-εύω
-
γέλουτρον:
γελοωμι^λία
-
γενει-άσκω
γενει-αστήρ
-
γενν-ημα^τικός
γενν-ησιουργός
-
γερα^νο-πόδιον
γέρα^νος
-
γερουσι-άρχης
γερούσι-ας
-
γεω-δαιτέομαι
γεώδης
-
γηθα^λέος
γῆθεν
-
γηροτρόφ-ιον
γηρότροφ-ος
-
γιγγρ-ασμός
γιγγρί
-
γλαυκόμματος
γλαυκός
-
γλίνη
γλῖνος
-
γλυ^κ-ισμός
γλύκκα
-
Γλυ^κώνειος
γλύμμα
-
γλωττ-ικός
γλωττ-ίς
-
γνωμ-ικός
γνωμο-δοτέω
-
γογγρώδης
γογγρώνη
-
γομφ-άριον
γομφι-άζω
-
γονο-ρρυ^ής
γόνον:
-
γουβενάριον
γουβικός
-
γραμμα?́τ-ιον
γραμμα^τ-ισμός:
-
γράσων
γρασωνία
-
γρι_φο-πλόκος
γρῖφ-ος
-
γρυ_π-νόν:
γρυ_π-όομαι
-
γυλλός
γυμν-άδδομαι
-
γυμν-ωτέος
γυ^ναικ-άδελφος
-
γυ^ναικο-φίλης
γυ^ναικο-φόνος
-
γύρ-ωσις
γυρ-ωτέον
-
γώψ:
entry:
γελοωμι^λία
γελσόν:
Γελχάνος
γέλως
γελωτῖνος:
γελωτο-ποιέω
γελωτο-ποιΐα
γελωτο-ποιϊκῶς
γελωτο-ποιός
γελωτο-φυή
γελωτός
γελώων
γεμ-ίζω
γέμ-ισμα
γεμ-ιστός
γέμμα
γέμματα:
γέμος
γεμόω
γεμπός:
γέμω
γεναρχ-έω
γενάρχ-ης
γενεά
γενεα_λογ-έω
γενεα_λόγ-ημα
γενεα_λογ-ία
γενεα_λογ-ικός
γενεα?λογ-ος
γενεάρχ-ης
γενεαρχ-ικός
γενεῆθεν
γενέθλ-η
γενεθλ-ήϊος
γενέθλ-ια
γενεθλ-ιάζω
γενεθλ-ια^κός
γενεθλια_λογ-έω
γενεθλια_λογ-ία
γενεθλια_λογ-ικός
γενεθλια?λογ-ος
γενεθλίδιος
γενεθλιολόγος
γενέθλιος
γενεθλίωμα
γένεθλον
γενει-άζω
γενει-άς
γενεί-α^σις
γενει-άσκω
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
συγκατα-φέρω ,