A.= βραχίων, Suid. s.vv. ὠλένη (where gen. ὠλῆνος) and ὠλήν: esp. in sense mat (cf. “ὠλένη” 3), “ἐὰν ἐκ τῆς καλάμης ὠλένας ποιήσας κύκλῳ περὶ τοὺς σιροὺς περιτείνῃς αὐτούς” Ph.Bel.88.4 (cf. ὄλινοι: κριθῆς δεσμοί, Hsch.): ὠλένων δορωσίμων mentioned in brick-building accounts, PPetr.3p.139 (iii. B.C.); also fem., “τὰς ὠλένας τοῦ ἐλαιουργίου διπλᾶς ποίησον” PFay.110.29 (i A. D.), cf. Jahresh.26 Beibl.54 (Ephes., i A. D., ὀλένας lapis): they were straw mats used to bind together layers of bricks, καλαμίδας τὰς νῦν λεγομένας ὠλένας, ἐπεὶ ἀπὸ καλάμων γίνονται, ἢ τοὺς θηλυκοὺς καλάμους τοὺς πρὸς σύνδεσμον τῶν πλινθίνων καταστρωμάτων τῆς οἰκοδομίας (AB 269, cf. EM485.30): ὠλένες in pl. = matting for a roof, Hsch. s.v. κόνυζα (ὠλένων cod., rightly).
ὠλήν , ένος, ὁ, collat. form of ὠλένη,