A.liar, cheat, Il.24.261; “ἀνὴρ ψ.” Hdt. 7.209, cf. LXX Si.15.8: c. gen. rei, ὧν . . ψεῦσται φανούμεθα wherein we shall be found to be liars, S.Ant.1195, cf. Arist.EN1127b16, AP12.70 (Mel.), Phld.Herc.1457.12.
2. Adj., = ψευδής, lying, false, “ψ. λόγος” Pi.N.5.29; ψεύστης δ᾽ οὗτος ἔπεστι λίθος, of a cenotaph, AP7.273 (Leon.); τὸν ψεύσταν δέ με τύμβον . . θέντο: τί θαῦμα; Κρῆτες ὅπου ψεῦσται, καὶ Διός ἐστι τάφος ib.275 (Gaet.), alluding to Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, Epimenid. 1, which is cited by Call.Jov.8, Ep.Tit.1.12.