A.from Lindos, Call.Aet.Oxy.2080.49:—hence Λινδια^κος , ὁ (sc. λόγος), Chron.Lind.B65; Λίνδιος , α, ον, Lindian, SIG129.38, al.; Ἀθάνα Λινδία ib.725.11; Λινδιασταί , οἱ, religious guild at Lindos, IG12(1).161; Λινδοπολίτας , α, ὁ, citizen of Lindos, SIG725.12.
Λίνδος , ἡ, the town of Lindos, Il.2.656, etc.:—Adv. Λινδόθεν