A.any piece cut off or severed, portion, ( = τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον, ἀκρωτήριον, Hsch.; part of a house, Poll.7.121); φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt.1.180; ἐν φάρσεϊ ἑκατέρῳ ib. 181, cf. 186; “φ. βότρυος” AP6.299 (Phan.); “φ. δραχμαῖον” Nic.Th.664; “σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ.” J.AJ8.7.7.
φάρσος , εος, τό,