A.cake (“πεμμάτιον λεπτὸν διὰ σησάμου καὶ μέλιτος γινόμενον” Ath.14.646d, but cf. “πλακοῦντες, σησαμοῦντες, ἴτρια” Ar.Ach.1092, “μελιτώμασι καὶ ἰτρίοις” Dsc.4.63), Anacr.17, Hp.Acut.(Sp.)72, Anon.Lond.Fr.2.3, POxy. 736.50: freq. in pl., Sol.38, S.Fr.199, Archipp.9, prob. in Herod.3.44; “ἴτρια, τραγήμαθ᾽ ἧκε, πυραμοῦς, ἄμης” Ephipp.8.3; later, of any cake, “ἴτρια καρποῦ πεποιημένα πυρίνου” D.H.1.55; of the Roman libum, “πλακοῦς ἐκ γάλακτος ἰτρίων καὶ μέλιτος” Ath.3.125f.
ἴτριον (on the accent v. Hdn.Gr.1.357, al.), τό, a kind of