A.lack, need, c. gen., esp. of numbers, ἡ [ὁδὸς] καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς] “μὴ εἶναι πεντακοσίων” Hdt.2.7; “πυραμίδα . . εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν τριῶν πλέθρων” wanting 20 feet of 3 plethra, ib.134; “ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς Χιλιάδος . . καταδέουσαι” Id.9.30, cf. 70; [τὸ ναυτικὸν] δύο νεῶν κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν there was a lack of two ships, 8.82 (unless κατέδεε be impersonal).
2. come after, be behind, “Θῆβαι ἀνδρὸς ἰδιώτου καταδέουσιν εἰς εὐδαιμονίαν” Paus.8.33.2.