A.cause to be sealed up, “ὄφεις . . ἐν κίστῃ που κατασήμηναι” Ar.Fr.28; [ἐχίνους] Arist.Ath.53.2; “Χρυσίον” Pl.Men. 89b; “ὑδρίαν” IG22.204.39:—Pass., ib.41; “τὰς ἐπισκήψεις φυλάττειν -σεσημασμένας ὑπ᾽ ἀμφοῖν” Pl.Lg.937b.
κατασημ-αίνομαι , Med.,