A.melt or thaw away, and in Pass., to be melted or thawed, “ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ᾽ . . ἥν τ᾽ Εὖρος κατέτηξεν” Od.19.205; “κ. ὦπας δάκρυσι” Theoc.Ep.6; “ψυχὴν λύπαις” D.L.8.18; “κατατήκεσθαι τὸ θυμοειδές” Phld.Mus.p.103 K.
2. dissolve, “λίτρον κ. τὰς σάρκας” Hdt.2.87, cf. POxy.40.8 (ii/iii A.D.); ἀέρα κ. πῦρ, i.e. rarifies it, Pl.Ti.61a; “κ. ὁ χρόνος” Arist.Ph.221a31; τὸ αἷμα dilute it, Gal.6.262.
3. metaph., κ. τέχνην εἴς τι waste art and skill upon a thing, D.H.Dem.51.
II. Pass., with pf. Act. κατατέτηκα, melt away, “κατατήκομαι ἦτορ” Od.19.136; τὰ σπλάγχνα κατατετηκότα ἐξάγειν dissolved, Hdt.2.87; “κατατάκομαι” S.El.187 (lyr.), cf. Ant.977 (lyr., tm.), “ὑπὸ τοῖ . . ἄλγους κατατέτηκα” Ar.Pl.1034; “ἔρωτι κατατήκεσθαι” X.Smp. 8.3, Eub.104: so with gen. added, “τούτω κατετάκετο . . ἔρωτα” Theoc. 14.26; κ. ἐν ψήφοις wear oneself away in . . , Luc.Epigr.12.