A.“κτεριῶ” Il.18.334: aor. “ἐκτέρι^σα” 24.38, Simon.109: (κτέρεα):—poet. Verb, = κτερεΐζω, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Il. 18.334; “τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί” 22.336; “ἔμ᾽, εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι᾽ Ἀχαιοί” 11.455; “τάφῳ κ. τινά” S.Ant.204; τούσδ᾽ εἷς τάφος ἐκτέρισε Simon.l.c.: abs., E.Hel.1244; “δημοσίᾳ κ.” IG2.1678 (iv B.C.), cf. Sammelb.2119 (iii B.C.).
κτερ-ίζω , fut.