A.bell, “ὑπ᾽ ἀσπίδος δὲ τῷ χαλκήλατοι κλάζουσι κ. φόνον” A.Th.386, cf. 399, E.Rh.308; χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς, i.e. a trumpet, S.l.c. (where Sch. expl. κώδων as τὸ πλατὺ τῆς σάλπιγγος, i.e. the mouth of the trumpet, cf. Ath.5.185a, Poll.2.203); carried on rounds of inspection to challenge sentries, “τοῦ κώδωνος πα ενεχθέντος” Th.4.135; “ἐφοδεύειν κώδωνι” Plu.Arat.7, cf. Luc.Merc.Cond.24, Sch.Ar.Av.843.
κώδων , ωνος, ὁ (Att. ἡ S.Aj.17, dub. in Ar.Pax1078),