A.v.l. παροιχομένων :—to have passed by, παρῴχετο γηθόσυνος κῆρ. he passed on, went on his way, Il.4.272.
2. of Time, to be past παροίχωκεν(v.l. παρῴχηκεν)“ δὲ πλέων νύξ” 10.252 ; ἡ παροιχομένη νύξ the by-gone night, Hdt.1.209,9.58 ; “ὁ π. χρόνος” Id.2.14 ; “Ὀλύμπια παροιχώκεε” Id.8.72 ; παροιχόμενοι ἀνέρες men of by-gone times, Pi.N. 6.29 (dub.l.); “δεῖμα παροιχόμενον” Id.I.8(7).12 ; “τὰ παροιχόμενα κακά” X.HG1.4.17; “τὰ παροιχόμενα” the past, IG12.90.15, Hdt.7.120, cf.X. An.2.4.1; also, the aforesaid, Hp.Fract.14 ; τοὔστρακον παροίχεται the danger of ostracism has gone by, Cratin.71.
3.Gramm., ὁ παρψχημένος [χρόνος] past tense, A.D.Adv.123.17, Plu.2.1081c ; παρῳχημέναι φωναί forms of past tenses, A.D.Synt.272.5.
II.to be gone, dead, δείματι with fright, A.Supp.738 (lyr.) ; ὅσον παροίχη how art thou fallen, E.Med.995(lyr.).
III.c.gen., shrink from, “νείκους τοῦδε” A.Supp.452; later, neglect, “τῶν πραγμάτων” BGU288.2 (ii A.D.).