A.boil or bubble all round, “κύματα περιβλύει σπιλάδεσσι” A.R.4.788 ; “περὶ δ᾽ ἔβλυσεν αἷμα βοείῃ” Q.S.10.150 ; γῆ . . νάμασι περιβλύζουσα gushing with streams, Arist.Mu.397a25.
2. c.acc., cause to gush around, “λίμνην αὐτῷ περιβλύσαι νέκταρος” Philostr. VA3.25.