A.“περισχήσω” Th.5.7): aor. περιέσχον, inf. περισχεῖν: aor. Med. περιεσχόμην, inf. περισχέσθαι :—encompass, embrace, surround, κυκλόθεν ὁδὸς π. [τὸ χωρίον] Lys.7.28; “ἡ περιέχουσα [πέλαγος] γῆ” Pl.Ti.25a, cf. Arist.Mete.354a6; “γραμμαὶ περιέχουσαι τὸ χωρίον” Pl.Men.85a, cf.Arist.Mech.851a14; “ ἡ περιέχουσα [ἶρις]” Id.Mete. 375a31; “τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον” IG42(1).122.21 (Epid.); τὸ περιέχον the envelope of a seed, Thphr.HP1.11.1.
b. esp. of that which encompasses the earth or the universe, τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ π. Anaxim.2; “ὁ περὶ χθόν᾽ ἔχων αἰθήρ” E.Fr.919 (s.v.l.), cf. Thphr.CP3.17.4; “τὸ περιέχον πάντα ὁπόσα νοητὰ ζῷα” Pl.Ti.31a, cf. 33b; τὸ περιέχον the environment, Epicur.Nat.79 G.,al., Plot.2.3.14; “τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανόν” Str. 16.2.35; ὁ περιέχων ἀήρ ῾ἠήρ) Hp.Lex 3, Arist. Mete.379a28, D.H.3.47, Plu.2.333f, etc.; ὁ περιέχων alone, Id.Cor.38; but usu. τὸ περιέχον, Anaxag.2, Arist.Juv.468a3, Ptol.Phas.p.10 H., S.E.M.8.286; τὸ ἄπειρον καὶ τὸ π. Arist.GC332a25, cf. Ph.253a13, 259b11; “φαμὲν τὸ μὲν π. τοῦ εἴδους εἶναι, τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης” Id.Cael.312a12, cf. Ph. 211b12.
2. embrace, τινὰ ταῖς χερσίν Id Ant. 79, cf. Alex.51, Philostr.VS2.5.3; “πατρὸς περὶ ἔχοντος” Simon. 115.1.
3. surround so as to guard, Plu.Caes.16, etc.:—but, Pass., to be shut in, beleaguered, Hdt.8.10; ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ ib.79; πανταχόθεν ib.80, cf. X.Cyr.7.1.24 : metaph., to be hard pressed, Men. Epit.289; “περισχομένη κακότητι” A.R.3.95.
4. embrace, comprise, comprehend, Pl.Men.87d, etc.; “πλείω γένη” Arist.Pol.1285a2; “περιέχεται ὑπὸ τοῦ ὅλου τὰ πάντα” Pl.Prm.145c; contain, “βίβλος π. τὰς πράξεις” D.S.2.1; “λόγος π. ἐγκώμιον” Men.660; of a letter, J.AJ12.4.11: impers., περιέχει ἐν γραφῇ, folld. by a quotation, 1 Ep.Pet.2.6; καθὼς ἡ ὠνὴ π. as is contained in the deed of sale, Supp.Epigr.3.421.33 (Locr., ii A.D.).
b. in Logic, τὸ περιέχον universal, opp. τὰ περιεχόμενα, the individuals or particulars, Arist.Metaph.1023b27, cf. APr. 43b23; ὀνόματα περιέχοντα generic terms, Id.Rh.1407a31; καλοῦσι δ᾽ αὐτοὺς πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος from the generic name, Ath.7.309a.
5. Math., ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός] the product of two numbers, Euc.7 Def.19; but π. ἑαυτόν, of a number of which a higher power terminates in the same digit, Theol.Ar.33.
II. surpass, excel, πάντα περρέχοισ᾽ ἄστρα, of the moon, Sapph. Supp.25.9; overcome, gain the victory or advantage, Th.5.7,8.105.
III. Med., hold one's hands round or over another: hence, protect, defend, c. gen. pers., περίσχεο (Ion. imper. aor. 2 Med.) “παιδὸς ἐῆος” Il.1.393 : c. acc., “οὕνεκά μιν περισχόμεθα” Od.9.199.
2. hold fast by, cling to, c. gen., “γούνων περισχομένη” A.R.4.82 (but c. acc., “περίσχετο γούνατα χερσίν” Id.3.706); “περιίσχετο κούρης” Mosch.2.11: hence, cleave to, be fond of a person or thing, “γενσάμενοι τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται” Hdt.1.71, cf. 3.53, 5.40, 7.39, 160, etc.; τὠυτοῦ περιεχόμεθα we are compassing, aiming at the same end, Id.3.72, cf. Plu.Them.9; κρίσιν . . ἧς μᾶλλον περιέχομαι on which I place more reliance, Alciphr.2.4.