A.“προήνεγκον” Th.5.17: Hom.only pres.; 3sg.pres.subj.“προφέρῃσι” Il.9.323:—bring before or to one, present, “ὡς ὄρνις . . νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα” Il. l.c.; “νέκυν Ἀχιλλῆϊ” 17.121; “μάντεις σφάγια προὔφερον” Th.6.69; “προενέγκας τὴν ἐπιστολήν” BGU1141.11 (i B.C.), cf. PTeb.291.43 (ii A.D.), etc.
2. of words, σφιν ὀνείδεα π. cast reproaches in their teeth, Il.2.251; π. τινί throw in one's teeth, bring forward, allege, esp. in the way of reproach or objection, “μή μοι δῶρ᾽ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης” 3.64, cf. Hdt.1.3, 8.61, 125, Isoc.4.100; “π. τοὔνομα τοῦθ᾽ ὡς ὄνειδος” D.21.190; “δικαιώσεις ἀλλήλοις” Th.5.17: abs., reproach (folld. by words quoted), Hdt.3.120:—also in Med., “τὴν ἐν Δωδώνῃ ἀσέβειαν” Plb.5.11.2; “εἶναι βασιλικὴν γῆν” PTeb.81.17 (ii B.C.), cf. PAmh.2.30.7 (ii B.C.), etc.
3. utter, “μῦθον” E.Med.189 (anap.):—Med., “ζῷα ἀνθρωπίνας π. φωνάς” S.E. P.1.73, cf. 15, Jul.Or.7.218c.
b. π. Αἴγιναν πάτραν proclaim it as their country, Pi.I.5(4).43; π. εἰς μέσον or εἰς τὸ μ. publish, Pl.Lg. 812c, 936a:—Med., ὁπόσσω κα προφέρηται for whatever sum [the priest] lays down, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene).
4. bring forward, cite, “μὴ π. τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν” Th.3.64, cf. 5.26 (Pass.), Pl. Sph.259d; προφέρων Ἄρτεμιν putting forward her authority, A.Ag. 201 (lyr.); π. τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν citing by way of example, Arist.EN1173b21, cf. Pol.1288a20:—also in Med., Pl.Phlb.57a, X. Oec.14.6; ἀναμνήσεως χάριν π. Plb.4.66.10; αὐτοῦ -ομένου τὴν περὶ τὸ σῶμα γεγενημένην ἀσθένειαν pleading . ., OGI244.10 (Daphne, ii B.C.); cite, Plu.Lyc.21; recite, “ποιήματα” D.S.14.109, cf. 16.92; “ἀριθμοὺς τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν” SIG703.7, cf. 660.3 (Delph., ii B.C.).
5. of an oracle, propose as a task, “τοῖσι Θηραίοισι προέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην” Hdt.4.151; “ἡ Πυθίη προφέρει σφι, τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν” Id.5.63:—Pass., δόμοισι προὐνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις (gen. abs.) it having been commanded to do so, A.Ag.964.
II. bring forward, display, “π. κρατερὸν μένος” Il.10.479; “σπουδήν” LXX Si.Prol.22; ἔριδα π. show, i.e. engage in, rivalry, Od.6.92; “ἀντιώσεσθαι πόλεμον προφέρων” Hdt.7.9.γ́:—Med., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι challenge one's host to rivalry, Od.8.210, cf. Il.3.7.
2. bring out, ἐντεῦθεν ὥσπερ ἐκ ταμιείου π. Isoc.1.44; ἤνοιξα τὸν τόπον τῶν οἰναρίων καὶ προενήνεχα (sic) “οἴνου κεράμια νά” POxy.1288.12 (iv A.D.); ἠξίωσαν προενεχθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τοῦ δεσμωτηρίου that he should be produced . ., BGU 1024 vii 4 (iv A.D.).
III. carry off, sweep away, of a storm, Il.6.346, Od.20.64; of death, “π. σώματα τέκνων” E.Med.1111 (anap.).
IV. put or move forward, “πόδα” Id.Tr.1332 (lyr.); carry forward, pass on, “σκυταλίδα” Aen.Tact.22.27: hence, promote, further, ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, π. δὲ καὶ ἔργου furthers one on the road and in the work, Hes.Op.579: without gen., AP9.344 (Leon. Alex.); μέγα π. εἴς τι conduce, help to wards gaining an object, Th.1.93; μεγάλη τύχη πρὸς πάντα π. D.C.78.38:—Pass., move forward, “προενεχθέντος τοῦ σώματος” Arist.IA711a29.
2. intr., surpass, excel another, “δόξας ἔργα πολὺ προφέρει” Simon.161, cf. Theoc.12.5: c. dat. rei, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων (tree) wool surpassing sheep's wool in beauty and goodness, Hdt.3.106; “πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων” Id.6.127; ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων π. Id.5.28; “π. εἰς εὐτυχίαν τινῶν” E.Med.1092 (anap.): abs., ἐν πάντα νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ π. Pi.P.2.86; πλούτῳ καὶ ἐξουσία, εὐψυχία, Th.1.123, 2.89, cf. Q.S.4.275; “ἔν τινι” D.C.77.11.
V. bring forth children, IG14.1747.6 (Rome).