A.with the fist, π. ἀγαθὸς Πολυδεύκης good with the fist, i.e. at boxing, Il.3.237; πολὺ φέρτατος . . π. Od.8.130; “οὐ γὰρ π. γε μαχήσεαι” Il.23.621; π. μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα ib.634; “περιγιγνόμεθ᾽ ἄλλων π. τε παλαισμοσύνῃ τε” Od.8.103; πειρηθήτω . . ἢ π. ἠὲ πάλῃ ib. 206; “οἱ δὲ μάχοντο π. τε καὶ ἑλκηδόν” Hes.Sc.302; ἄνδρα π. ἀρετὰν εὑρόντα by boxing, Pi.O.7.89; Ἴσθμι᾽ ἑλὼν π. Simon.158, cf. 154; “πὺξ πεπληγέμεν” Il.23.660; πατάσσειν, παῖσαι, παίεσθαι, Ar.Ra.547 (lyr.), X.An.5.8.16, Lys.4.6, etc.; “π. ἐπὶ κόρρας ἤλασα” Theoc.14.34; τοὺς δακτύλους π. ἔχειν to have one's fist clenched, Hp.Morb.3.13. (Cf. Lat. pug-nus.)
πύξ , Adv.