A.“-ερρύηκα” Isoc.8.44: aor. Pass. “-ερρύην” X.HG2.3.18, Arist.Pr.876a17, 888b11 (later aor. -έρρευσα, Alex.Trall.5.4: pf. -έρευκα (v. infr. 111)):—flow together or into one stream, “εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι . . πάντες οἱ ποταμοί” Pl. Phd.11 2a, cf. 109b, 109c; “ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς . . ” Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, flow or stream together, “συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν” Hdt.5.101, cf. 8.42, X.An.5.2.3, HGl.c., Isoc.l.c., Pl.Lg. 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.Sull.13; εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ ς. X.Ap.8; of pathological conditions, “ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος” Cass.Pr.57; “διασκορπίζειν τὸ συρρυέν” Sever. ap. Aët.7.87.
III. fall into ruin, “λάκκος συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους” POxy.1475.16 (iii A.D.).