A.very divine, sacred, of places favoured by the gods, Il.1.38, al. (not in Od.), h.Ap.223; ζ. Πύλος, Ἰσθμός, Pi.P.5.70, I.1.32, cf. B.2.7; “νᾶσος” Id.5.10; “Πέλοπος δάπεδα” Id.10.24; “ἔναυλοι” E.Ba.121 (lyr.), etc.; “Ὤλενος” A.Fr.284; of things, “ἄνεμοι” Hes.Th.253; “χρόνος” Pi.Pae.6.5; κλῇδες, σελᾶναι, E.Tr.ll.cc.; “ποταμοί” Ar.Nu.283 (lyr.); “μολπαί” Id.Ra.385; “τιμαί” Castorio 1; later of persons, “Ἀπόλλων” AP9.525.7. Adv. -έως Hdn.Gr.1.514.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
entry:
Ζζ
ζά
ζᾶ
ζαβάλλω
ζάβατος
ζαβλεμένως:
ζάβοτος
ζαβρός
ζάγκλη
ζάγκλον
ζάγρα
Ζαγραῖος
Ζαγρεύς
ζάγρη:
ζάδηλος
ζαελεξάμαν
ζαζαῖος:
ζάημι
ζα_ής
ζάθεος
ζα^θερής
ζαιός:
ζα^καλλής
ζα^κορ-εύω
ζα^κορ-ίσου
ζα?́κορ-ος
ζάκοτος
ζακρυ^όεις
ζάκτι:
ζα^κυνθίδες
ζα^λάω
ζαλέγομαι
ζαλεία
ζάλευκος
ζα_λέω
ζάλη
ζαλλεύω
ζαλμός
ζάλος
ζᾶλος
ζάματος
ζα^μεν-έω
ζα^μεν-ής
ζαμερίτας
ζαμῆται:
ζα_μία
ζα_μιοργία
Ζάν
ζα^νεκέως
ζάπεδον
This text is part of:
View text chunked by:
ζάθεος [α^], α, ον, also ος, ον E.Tr.256 (lyr.), 1075 (lyr.); poet. Adj. (used by Trag. only in lyrics):—