A.one-seeded wheat, Triticum monococcum, used as fodder for horses, Hom. only in Od.; “πὰρ δ᾽ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμειξαν” 4.41, cf. 604; in Il. ὄλυραι, e.g. “ἵπποι . . κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας” 5.196, 8.564; ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία (sc. οἱ Αἰγύπτιοι)“, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι” Hdt. 2.36, cf. Eup.14 D., X.An.5.4.27, Str.15.1.18, Asclep. ap. Gal.13.257: in sg., “ζειὰ ἁπλῆ” Dsc.2.89 (v.l. ζέα),= Gal.6.517.
ζειά , ἡ, usu. in pl. ζειαί (sg., v. infr.),