Δι^ώνῦσος, Διόνῦσος (“Διώνυσος, -ου, -οιο; Διονύσου, -ον”.) son of Zeus and Semele, god of wine, in whose honour the dithyramb was sung (O. 13.18, fr. 75. 9—12.) companion of Demeter (I. 7.5), called also Bromios, Eriboas, and ?Lyaios. The story of his capture by pirates whom he turned into dolphins (Hom. Hymn. 7), appears to have been treated in fragg. 236, 267. “ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ”; (Mosc.: “Διον-” codd.) O. 13.18 “ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ᾽ εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον”; (sc. “Θήβα”) I. 7.5 “τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν” (Boeckh: “Διον-” codd. Luciani) fr. 29. 5. “εἰ καί τι Διω[νύσ]ου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος” (supp. Nairn: a ref. to the wine of Keos) Pae. 4.25 “Διωνύσοιο καρπῷ” (i. e. wine: “Διον-” codd. Athenaei: corr. Boeckh) fr. 124. 3. “δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι” (Wil.: “Διον-” codd. Plutarchi) fr. 153. ]“Διόνυς[ Δ. 2. 31. ἔντι [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου— μ]αιόμεναι” (supp. Hermann, Wil.) “Θρ.” 3. 3. test., Herodian. 2. 492. 28L. “οἱ δ̓” (sc. “Διόνυσον λέγουσιν”) “ἀπὸ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Νύσης τοῦ ὄρους ὠνομάσθαι: ἐπεὶ ἐν τούτῳ ἐγεννήθη, ὡς Πίνδαρος, καὶ ἀνετράφη” fr. 85a, = 247 Schr. Herodian 2. 375. 12L. “Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου” (sc. “Διονύσου”) “ἐπεβόα: λῦθι ῥάμμα” fr. 85.