δατέομαι (δαί
Od. 24.2), ipf. 3 pl. δατεῦντο, fut. δάσονται, aor. δασσάμεθα,
ἐδάσαντο, iter. δασάσκετο,
perf. pass. 3 sing. δέδασται:
divide with each other, divide (up);
πατρώια, μοίρα_ς, ληίδα, κρέα, etc.;
of simply ‘cutting asunder,’ Od. 1.112, τὸν μὲν
Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο,
Il. 20.394;
χθόνα ποσσὶ δατεῦντο (ἡμίονοι), Il. 23.121;
met., Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ |
ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος -Ἄρηος
δατέονται, Il.
18.264.