A.unforeseen, sudden, A.Pr.680, Th.2.61, Arist.EN 1117a18; “ἀφικνοῦνται αἰφνίδιοι τοῖς Χίοις” Th.8.14. Adv. “-ίως” Id.2.53; also “-ιον” Plu.Num.15. αἰφνιδιοτυχής , ές, profiting by strokes of good fortune, Vett. Val. 18.16.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
ν
-
Να_κόρειον
νάκος
-
ναρδολι^πής
νάρδον
-
ναυα_γ-έω
ναυα_γ-ησμός
-
ναυλ-όω
ναυλ-ώσιμος
-
ναυσι-φόρητος
ναυσί-ωσις
-
Νέαιρα
νε-αίρετος
-
νεάτη
νέα^τος
-
νεικ-είω
νεικ-έσσιος:
-
νεκρο-βαστάξ
νεκρο-βόρος
-
νεκτάρεος
νεκτάρθη:
-
νεμ-ητέον
νεμ-ητής
-
νεό-δαρτος
νεο-δίδακτος
-
νεό-καυστος
νεο-κέντητος
-
νεο-πλουτοπόνηρος
νεό-πλουτος
-
νεοσσο-κόμος
νεοσσο-ποιέω
-
νεο-ΰφαντος
νεο-φάντης
-
νευρ-ή
νευρ-ικός
-
νεφελη-γερέτα^
νεφελη-γερής
-
νεω-ποιέω
νεω-ποίης
-
νηθίς
νήθουσα
-
νηο-πόλος
νηο-πορέω
-
νήριθμος
νήριον
-
νηστός
νησύδριον
-
νι_κ-αξῶ
νικάριον
-
νιτρο-πηγικός
νιτρο-ποιός
-
νόθ-ος
νοθ-όω
-
νομο-δείκτης
νομο-δι^δάκτης
-
νόσ-ανσις
νοσ-ερός
-
νοσφ-ιστής
νοσ-ώδης
-
νουσοφόρος
νοχελές
-
νυκτ-ήγρετον
νυκτ-ῆμαρ
-
νυκτο-δρόμα
νυκτο-δρομία
-
νύμφ-η
νυμφ-ηγέτης
-
νύχα^
νυ^χ-αῖος
-
νωλεμές
νῶμα
-
νώψ
entry:
ν
νᾶας
ναβαισατρεῦ
νάβλα
ναβλ-ίζω
ναβλ-ιστής
ναβλ-ιστοκτυ^πεύς
ναβοῦς
να^γεύς
νάγμα
νάερρα:
να^ετήρ
να^έτης
ναέτωρ
να_εύω
ναηλεῖς:
ναί
να_τ
Νάϊ-α
Ναϊ-α^κός
Ναΐ-αρχος
Ναϊ-άς
ναιδα^μῶς
να_ΐδιον
ναιετάω
ναιέτις
ναίκι
ναικισήρης
ναικισσορεύω
να_ϊκός
ναινεύρη:
νάϊος
Νάϊος
ναιός
ναῖρον
Ναΐς
ναισιελία
να_ϊσκ-άριον
να_ΐσκ-ιον
να?ϊσκ-ος
ναίχι^
ναίω
νάκαφθον
νάκη
να^κο-δαίμων
να^κο-δέψης
να^κο-κλέψ
νάκολον:
Να_κόρειοι
Να_κόρειον
This text is part of:
View text chunked by:
αἰφνίδιος , ον,