A.= διαφέρω, spread abroad, disperse, “κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι” Od.19.333; “σωρὸν . . διαφορῆσαι ῥᾴδιον” Diph.100; “τὴν ὑγρότητα” Plu.2.366c, etc.; πολλὰ τῆς οὐσίας ib.484a; δ. κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ib.127f:—Pass., “διαπεφορῆσθαι” Critias Fr.62 D.; “τὰ διαπεφορημένα τῶν εἰδώλων” Arist.Div.Somn.464b13.
2. carry away, “τοὺς σταυρούς” Th.6.100; esp. as plunder, “χρήματα τὰ σὰ διαφορέει” Hdt.1.88; ὧν κοινῇ διαπεφορημένων d.27.29.
3. plunder, “ἐπαρχίας” Plu.Brut.6, etc.:—Med., PSI5.522.5 (iii B.C.):—most freq. in Pass., “οἶκον διαφορηθέντα” Hdt.3.53; “διαφορουμένης τῆς χώρας ὑπὸ λῃστῶν” D.19.315; διαφορεῖσθαι τὴν γνώμην to be robbed of one's wits, Pl. Lg.672b.
4. tear in pieces, “ἄλλαι δὲ δαμάλας διεφόρουν” E.Ba.730; “τινὰς τοξεύμασι” Id.HF571; “ὑπὸ κυνῶν τε καὶ ὀρνίθων διαφορεύμενος” Hdt. 7.10.θ᾽, cf. Ar.Av.338.
5. Pass., of ice, break up, Gp.19.6.4.
II. = διαφέρω 1.1, carry across from one place to another, “ἀπὸ τῶν ξυμμάχων προσόδου διαφορουμένης” Th.6.91.
III. Medic. (cf. διαφόρησις, -ητικός):
1. dissipate by evaporation, perspiration, etc., in Pass., Aret.SD2.1, Alex.Aphr.Pr.1.68, Gal.10.657, al.
3. exhaust by dissipating, weaken, “καρδιακόν με διαφορεῖ πάθος” Diog. Oen.66: metaph., “ὁ μερισμὸς δ. καὶ ἐκλύει τὴν ἑκάστου δύναμιν” Procl.Inst.86:—Pass., Gal.14.735.
IV. Pass., dispute, debate, S.E.M.1.205.
V. διαφορούμενον ἀξίωμα, v. διφορέω.