A.windy, airy, “δι᾽ ἄκριας ἠνεμοέσσας” Od.9.400; “προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν” Il.3.305, etc.; “πτύχας ἠνεμοέσσας” Od.19.432, cf. Tyrt.2.3, Pi.O.4.8, E.Heracl.781 (lyr.); of Places, Call.Del.11, D.P.472; οὔρεα ἠ. Id.1129.
ἠνεμό-εις , Dor. ἀνεμόεις [α_], εσσα, εν, (ἄνεμος)