A.the prayer of a suppliant, supplication, E.Or.1337, Plu.Sol.12, J.AJ11.8.4, AP5.215 (Agath.); “πρὸς παντοίαν ἱ. τραπῆναι” D.S.20.14: pl., Ph.2.2; ἱκεσίαισι σαῖς at thy entreaties, E.Ph.91; ἱκεσίας ποιεῖσθαι, on behalf of the state, Aeschin. 3.121; = Lat. supplicatio, D.H.8.43.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ψ ψ,
-
ψα^λ-ίζω
ψα?́λ-ιον
-
ψάμμος
ψαμμ-ουργία
-
ψεδόναι:
ψεδυ^ρός
-
ψευδαρτάβας
ψευδ-ατράφαξυς
-
ψευδο-κασσία
ψευδοκατηγορ-έω
-
ψευδο-πόρφυ^ρον
ψευδο-πρεσβευτής
-
ψεφ-αίαις:
ψεφ-α^ρός
-
ψήφ-ι^νος
ψηφ-ίον
-
ψιδόνες:
ψίεθος
-
ψι?λ-ωθρον
ψι?λ-ωμα
-
ψοιθός
ψοῖθος
-
ψυκ-τήριος
ψυκ-τηρίσκος
-
ψυ_χόγον-ος
ψυ_χο-δα^ϊκτής
-
ψυχρο-γρα^φέω
ψυχρο-δοσία
-
ψώμ-ισμα
ψωμ-ισμός
-
ψώω
entry:
Ψ ψ,
ψ ψ
ψάγδα_ν
ψάγιος
ψάδδα:
ψαέναι:
ψα^θάλλω
ψαθαρός
ψάθεα:
ψα^θοπλόκος
ψα^θύριον
ψαθύρματα:
ψα^θυ^ρόομαι
ψα^θυ^ρός
ψα^θυ^ρότης
ψαιδρά:
ψαικαλοῦχον:
ψαινούζειν:
ψαινύθιος
ψαινῦντες:
ψαινύσσειν:
ψαίρω
ψαῖσμα:
ψαιστ-ίον
ψαιστ-ός
ψαιστ-ώδης
ψαίστωρ
ψαίω
ψα^κάδιον
ψα^κάδ-ισσα
ψα^καδ-ισχίοις
ψα^κάζω
ψάκα^λον
ψα^κα^λοῦχος
ψα^κάς
ψα^καστός
ψάκελον:
ψάκιον
ψαλάθριον
ψα^λάκανθα
ψαλάκιος
ψα^λακτός
ψα^λάσσω
ψα^λίδιον
ψα^λι^δο-ειδής
ψα^λι^δό-στομος
ψα^λι^δ-όω
ψα^λι?́δ-ωμα
ψα^λι^δ-ωτός
ψα^λ-ίζω
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
ἱκεσ-ία , ἡ, (ἱκέτης) (replaced by ἱκετεία in Att., cf. Phryn.3, PS p.77 B., but found in IG12.434; used later, SIG781.11 (Nysa, i B.C.), 888.11 (Scaptopara, iii A.D.), etc.):—