Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ο ο,
-
ὀβρι^μο-πάτρη
ὀβρι^μο-πάτρα
-
ὀγκ-όω
ὀγκ-ύλλομαι
-
ὅδ-ισμα
ὁδ-ιστής
-
ὀδοντο-φυ^ής
ὀδοντο-φύησις
-
ὄες:
ὄζαιν-α
-
ὁΐ
οἴ
-
οἴη
οἴη
-
οἰκ-ητήρ
οἰκ-ητήριον
-
οἰκοδομ-ικός
οἰκοδομ-ιστήριος
-
οἰκούρ-ιος
οἰκουροκαθέδριος
-
οἴμ-ημα:
οἰμ-ητεύει:
-
οἰν-ίσκος
οἰν-ιστήρια
-
οἰνο-πληθής
οἰνο-πλήξ
-
οἰνοχο-ΐα
οἰνοχο-ΐδιον
-
οἰοταζομένης:
οἰό-φρων
-
οἰστρο-πλάνεια
οἰστρο-πλήξ
-
οἰωνό-μικτος
οἰωνο-πολέω
-
ὀκρυ^όεις
ὀκτά-βλωμος
-
ὀκτ-άρουρος
ὀκτά-ρριζος
-
ὀκτώ-φορος
ὀκχέω
-
ὀλεῖ
Ὀλεῖαι
-
ὀλι^γαρχ-ία
ὀλι^γαρχ-ικός
-
ὀλι^γο-κάλα^μος
ὀλι^γο-καρπέω
-
ὀλι^γο-σώμα^τος
ὀλι^γο-τεκνία
-
ὀλι^γωφελής
ὀλιζότερος
-
ὁλμο-ποιός
ὅλμος
-
ὁλό-λι^θος
ὁλό-λι_τος
-
ὁλο-σίδηρος
ὁλό-σκι^ος
-
ὁλό-χλωρος
ὁλο-χρόνιος
-
ὅμα^δ-ος
ὀμάζω
-
ὄμβρ-ιος
ὀμβρο-βλυ^τέω
-
ὁμήρης
ὁμήρησις
-
ὄμνυ_μι
ὁμο-αιχμία:
-
ὁμό-δουπος
ὁμοδρομ-έω
-
ὁμοιο-γενής
ὁμοιο-γονία
-
ὁμοιοσχημ-ονέω
ὁμοιόσχημ-ος
-
ὁμο-κοιτία
ὁμό-κοιτος
-
ὁμό-παις
ὁμο-πάτηρ
-
ὁμό-σπλαγχνος
ὁμο-σπονδέω
-
ὁμο-τύραννος
ὁμοῦ
-
ὀμπν-ιακός
ὄμπν-ιος
-
ὅμως
ὁμωχέτα_ς
-
ὀνειρό-γονος
ὀνειρο-δότης
-
ὀνησι^φόρος
ὀνητός
-
ὀνομα-κλήδην
ὀνομα-κλήτωρ
-
ὀνο-χειλές
ὀνό-χηλον
-
ὀξυ?́-βα^ρις
ὀξυ^-βάφιον
-
ὀξυ-θρήνητος
ὄξυ-θριξ
-
ὀξυ?́-μολπος
ὀξυ^-μυρσίνη
-
ὄξυσμα
ὀξύ-στερνος
-
ὀπεύει:
ὀπή
-
ὀπισθο-κάρπιος
ὀπισθο-κέλευθος
-
ὁπλέω
ὁπλή
-
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
-
ὁποτέρ-ωσε
ὅπου
-
ὅπυι
ὀπυιητής
-
ὁρ-α_τίζω
ὁρ-α_τικός
-
ὄργ-ιον
ὀργιοφάντης
-
ὀρει-πολέω
ὀρει-πτελέα
-
Ὀρέστ-εια
Ὀρέστ-ειος
-
ὀρθο-γρα^φέω
ὀρθο-γρα^φία
-
ὀρθο-περιπα^τητικός
ὀρθο-πλήξ
-
ὀρθό-ϋφος
ὀρθό-φρων
-
ὀρικάνην:
ὀρι^κός
-
ὀρκύαλος
ὀρκ-υ_νεῖον
-
ὁρμ-ίστρια
ὁρμοδοτήρ
-
ὀρνι_θο-θηρευτής
ὀρνι_θο-θηρέω
-
ὀροβοειδής
ὄροβος
-
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
-
ὀρτα^λ-ι^χεύς
ὀρτα?́λ-ι^χος
-
ὄρυς
ὀρύσσω
-
ὄρχ-ησις
ὀρχ-ησμός
-
Ὄσι_ρις
ὄσι_ρις
-
ὀσταθείς:
ὀστα^κός
-
ὀστρα^κ-ίνδα
ὀστρα?́κ-ι^νος
-
ὄσχη
ὄσχιον
-
οὐ
οὗ
-
οὐδετέρ-ωσε
οὐδέτις
-
οὐλίριος
οὐλοβάται:
-
οὐ μέν,
οὐ μὲν οὖν
-
οὐρα^νο-βάμων
οὐρα^νο-βα^τέω
-
οὐρεύς
οὐρεύω
-
οὐσι-άζω
οὐσι-α^κός
-
ὀφελής
ὀφέλλιμος
-
ὀφιῆτις
ὀφι^ο-βόρος
-
ὀφρυ^-ώδης
ὀφρυ?́-ωσις
-
ὀχλα^γωγ-έω
ὀχλα^γωγ-ία
-
ὄψ
ὄψ
-
ὀψίον
ὀψιοπαίκτης
-
ὀψῶνα:
ὀψων-άτωρ
-
ὀψωνιοπώλης
entry:
ὀφι^ο-βόρος
ὀφι^ο-γενής
ὀφι^ο-γένιον
ὀφι^ό-δειρος
ὀφι^ό-δηκτος
ὀφι^ο-δι^ώκτης
ὀφι^ο-ειδής
ὀφι^ό-εις
ὀφι?́ο-θριξ
ὀφι^ο-κτόνη
ὀφι^ο-κτόνος
ὀφι^ο-μάχος
ὀφι^ό-νεος
ὀφι^ο-νῖκοι
ὀφι^ο-παίκτης
ὀφι^ο-πλόκα^μος
ὀφι^ό-πους
ὀφι^ο-πρόσωπος
ὀφι^ο-σκόροδον
ὀφι^ό-σπαρτος
ὀφι^ο-στάφυ^λον
ὀφίουρος
ὀφι^οῦσσα
ὀφι^οῦχος
ὀφι^ο-φάγος
ὀφι^ο-φόρος
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
ὀφλανεῖ
ὄφλ-εμα
ὄφλ-ημα
ὄφλ-ησις
ὀφλ-ητής
ὀφλισκάνω
ὀφλοί:
ὄφρα^
ὀφρυ^-άζω
ὀφρυ^-α^νασπα^σίδης
ὀφρυ^-άω
ὀφρυγνᾷ:
ὀφρύδιον
ὀφύη
ὀφρύκνηστον:
ὀφρυ^ό-εις
ὀφρυ^ό-ομαι
ὀφρυ^ό-σκι^ος
ὀφρῦς
ὀφρυ^-ώδης