A.stick fast in something, plant firmly, “ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ Χθονί” Il.6.213; ἐν δὲ σκόλοπας κ. 7.441, cf. Hdt.4.72, Ar.Av.360, PPetr.3p.121 (iii B. C.), etc.; “εἰς τὴν γῆν κ. τὸν καυλόν” Arist.HA555b20; “τὸ κέντρον ἐπὶ δένδρον” Philum.Ven.37.1:—Pass., “-πα^γέντος σκόλοπος” S.E.P.1.238, cf. Thphr.HP3.1.1.
καταπήγνυ_μι and καταπερι-ύω (Arist.Pol.1324b20),