A.cornelian cherry, Cornus mas, “κ. τανύφλοιος” Il.16.767; “ἁψάμενον βρόχον αἰπὺν ἀφ᾽ ὑψήλοιο κ.” Demetr. Troez. 1; καρπὸς κρανείης, as food for swine, Od.10.242; “ἰσχυρότατον ἡ κ.” Thphr.HP5.6.4; τόξον κρανείας of cherry-wood, E.Fr.785; “ῥάβδος κρανείας” Ael.NA1.23, 12.43; “κρανείας τάλαντον” of cornel-wood, IG11(2).161 A 104 (Delos, iii B. C.); κράνεια alone, = spear, AP6.123 (Anyte): —also κρα^νία , Hp.Mochl.42 (gen. -ίης), Dsc.1.119, Gal.12.41, Arr. An.2.3.7; κρα^νέα , Gp.10.87.4.
κράν-εια^ [α^], ἡ, (κράνον)