A.“ἄρασθαι” Sapph.Supp.5.22: fut. ἀράσομαι [α_], Ion. ἀρήσομαι: aor. ἠρησάμην, Aeol. 3pl. “ἀράσαντο” Sapph.51: pf. ἤρα_μαι (only in compds. ἐπήραμαι, κατήραμαι): (ἀρά): [α_ρ Hom., α^ρ Lyr., Trag.]:—poet. Verb (v. infr.), pray to a god, “Ἀπόλλωνι” Il.1.35; “δαίμοσιν” 6.115: once c. acc., invoke, “στυγερὰς ἀρήσετ᾽ Ἐρινῦς” Od.2.135.
2. c. acc. et inf., pray that . . , “ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ” 11.9.240; “τὰ ἐναντία . . ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι” Hdt.3.65 codd.; ἠρῶντο (sc. σφέας) ἐπικρατῆσαι prayed that they might prevail, 8.94; “ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται . . μολεῖν” S.Aj.509, cf. Ar.Th.350.
3. pray for, “ἔσλα τῷ γάμβρῳ” Sapph.51; “ἀ. τινὶ ἀγαθά” Hdt.1.132: c. inf., “σφᾦν . . θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ᾽ ἀντῆσαι κακῶν” S.OC 1445; more freq. in bad sense, imprecate, “τί τινι” Id.OT251; “ἀρὰς ἀ. τινί” Id.OC952, And.1.31, cf. A.Th.633, Pr.912; and without an acc., ἀρᾶσθαί τινι to curse one, E.Alc.714, cf. S.OT1291.
4. c. fut. inf., vow that . . , “πατὴρ ἠρήσατο Πηλεὺς . . με . . σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν τε” Il.23.144.
III. the part. ἀρημένος (q. v.) does not belong to this Verb.