A.maltreat, τεύχεα . . κατῄκισται the arms have been disfigured [by smoke and soot], Od.16.290:—Med., σῶμα σὸν καταικιῇ (fut. Att.) E.Andr.828 (lyr.), cf. D.S.18.47:—Pass., “βασάνοις -αικισθέντες” D.H.3.73: metaph., “μουσικὴ-ῃκισμένη τὸ σῶμα” Plu.2.1141d.
καταικίζω ,